- ἄγωμεν
- ἄγωleadpres subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
поити — ПО|ИТИ 2 (3*), Ю, ИТЬ гл. Поить: а ˫а поилъ ѥсмь коне тьхвѣрью. а ѥще волховомь напою. ЛН XIII2, 100 об. (1224); и самъ [Бог] дъждѧ растварѧ˫а и растѧ. и овоща различны˫а пода˫а. по рѧду кормить и поiть. и грѣѥть. сл҃нцемь и луною свѣтить. СбХл… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
άι — (I) (παρακελευσματικό μόριο, συνήθως με προστακτική β προσώπου) άντε!... [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄγε, προστ. τού ρ. ἄγω, πρβλ. άμε* < άγωμε < αρχ. ἄγωμεν]. (II) επιφών. (που μπορεί και να επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές) δηλώνει πόνο, έκπληξη … Dictionary of Greek
ՕՆ — ( ) NBH 2 1027 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c մջ. ἅγωμεν, φέρε, φέρε δή, φέρε οὗν age, agedum, eja. Աղէ՛. հա՛պա. բե՛ր. ... (ըստ յն. ա՛ծ. բե՛ր. ածու՛ք. արասցու՛ք.) *Օն արի՛ք գնասցուք. Օն եկայք եւ մեք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)